- ἐπικρατήσας
- ἐπικρατήσᾱς , ἐπικρατέωrule overaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)ἐπικρατήσᾱς , ἐπικρατέωrule overaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναισθησιτικός — ή, ό (φάρμακο) που προκαλεί αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία + (ι)τικός ορθότερος ο επικρατήσας τύπος αναισθητικός (< αναίσθητος ή αναισθητώ)] … Dictionary of Greek